- στενώπαρχος
- στενώπ-αρχος, ὁ,A surveyor of lanes or roads, D.C.55.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στενώπαρχος — ὁ, Α επιστάτης, επόπτης, ελεγκτής τών στενωπών ή τών οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενωπός + αρχος*] … Dictionary of Greek
στενωπάρχους — στενώπαρχος surveyor of lanes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)